- διαλυτότητα
- Όρος με τον οποίο, σύμφωνα με έναν ορισμό γενικού χαρακτήρα ο οποίος ισχύει για όλα τα δυνατά διαλύματα, καθορίζεται η μέγιστη ποσότητα ενός σώματος που μπορεί να διαλυθεί σε μία συγκεκριμένη ποσότητα διαλύτη, σε ορισμένη θερμοκρασία. Με αυτό τον ορισμό, η έννοια της δ. επεκτείνεται και στα κολλοειδή διαλύματα.
Η έννοια του διαλύματος, και συνεπώς η έννοια της δ., συνδέεται συνήθως με όλα τα διαλύματα, στα οποία σταθεροποιείται μια καθορισμένη μέγιστη αναλογία μεταξύ του σώματος που διαλύεται (διαλυτό), το οποίο μπορεί να είναι υγρό, στερεό ή αέριο, και του σώματος το οποίο διαλύει το διαλυτό (διαλύτης). Στην πράξη πολλά σώματα έχουν χαρακτηριστεί ως αδιάλυτα.
Η έννοια της δ., όταν θεωρηθεί ως η μέγιστη ποσότητα διαλυτού που είναι συμβατή με μία ορισμένη ποσότητα διαλύτη, παύει να έχει νόημα αν λάβουμε υπόψη μας, για παράδειγμα, υγρά που μπορούν να αναμειχθούν μεταξύ τους σε όλες τις αναλογίες. Σε αυτό τον τύπο διαλυμάτων, παρότι μπορούμε να προσδιορίσουμε διάφορες συγκεντρώσεις εφόσον θεωρήσουμε το ένα σώμα ως διαλυτό και το άλλο ως διαλύτη, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί μία δ. Τέτοια είναι η περίπτωση του νερού και της αιθυλικής αλκοόλης, που μπορούν να αναμειχθούν μεταξύ τους σε οποιαδήποτε αναλογία. Ακόμα και η έννοια του αδιάλυτου, έστω και αν λάβει την ευρύτερη δυνατή μορφή, δεν έχει νόημα, γιατί για κάθε σώμα υπάρχει ένας διαλύτης ικανός να το διαλύσει σε μικρές ή μεγάλες ποσότητες. Ο άνθρακας, για παράδειγμα, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως σώμα αδιάλυτο, διαλύεται στο λιωμένο σίδηρο. Από τις πρώτες αυτές παρατηρήσεις προκύπτει το συμπέρασμα ότι η δ. είναι στενά συνδεδεμένη με τη φύση του σώματος και τις ιδιότητες του διαλύτη. Η θερμοκρασία παίζει βασικό ρόλο στον καθορισμό της ποσότητας των σωμάτων την οποία μπορεί να διαλύσει ένας συγκεκριμένος διαλύτης.
Η συνηθέστερη περίπτωση διαλύματος είναι το διάλυμα στερεού σώματος (διαλυτού) σε υγρό (διαλύτη). Όταν η ποσότητα του διαλυτού είναι μεγαλύτερη από τη δ. του ως προς τον διαλύτη σε μία ορισμένη θερμοκρασία, ένα μέρος του διαλυτού δεν διαλύεται στον διαλύτη (ίζημα). Στις συνθήκες αυτές το διάλυμα λέγεται κεκορεσμένο και η ποσότητα του διαλυτού που διαλύθηκε είναι σταθερή για σταθερή θερμοκρασία. Η ποσότητα, αν εκφραστεί σε γραμμάρια ανά λίτρο ή σε γραμμοϊσοδύναμα ανά λίτρο, παριστάνει τη δ. του διαλυτού ως προς τον διαλύτη που εξετάζεται στην ορισμένη θερμοκρασία.
Άλλο παράδειγμα διαλύματος είναι το διάλυμα αερίου (διαλυτού) σε υγρό (διαλύτη). Η δ. των αερίων στα υγρά δίνεται από τον νόμο του Χένρι, κατά τον οποίο: σε σταθερή θερμοκρασία, η δ. (που εκφράζεται σε γραμμάρια διαλυτού ανά 100 γραμμάρια διαλύτη) ενός αερίου εντός υγρού είναι ανάλογη προς την πίεση. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό, τα λιγότερο διαλυτά αέρια είναι εκείνα που δεν αντιδρούν με τον διαλύτη (π.χ. οξυγόνο και άζωτο σε νερό), ενώ αέρια που αντιδρούν με τον διαλύτη διαλύονται σε μεγάλο βαθμό (π.χ. αμμωνία και οξείδιο του θείου σε νερό).
Σχετικά με τη δ. της στερεής κατάστασης πρέπει να σημειωθεί ότι το φαινόμενο αυτό συνδέεται στενά με τις αναλογίες της κρυσταλλικής δομής και της χημικής σύστασης. Τέτοια είναι η περίπτωση, για παράδειγμα, της κοινής στυπτηρίας [διπλό άλας θειικού καλίου και θειικού αργιλίου K2SO4 · Al2(SO4)3 · 24H2O] και της στυπτηρίας με χρώμιο [διπλό άλας θειικού καλίου και θειικού χρωμίου K2SO4 · Cr2(SO4)3 · 24Η2Ο]. Και οι δύο στυπτηρίες σχηματίζουν κρυστάλλους του οκταεδρικού και κυβικού κανονικού συστήματος. Η κοινή στυπτηρία είναι άχρωμη, ενώ η στυπτηρία με χρώμιο είναι ιώδης. Αν σχηματίσουμε κρυστάλλους ενός διαλύματος των δύο αλάτων, έχουμε μεικτούς κρυστάλλους. Άλλες περιπτώσεις δ. στη στερεή κατάσταση είναι ορισμένα μεταβολικά κράματα.
Μια ιδιαίτερη περίπτωση, αλλά με αρκετό ενδιαφέρον από άποψη δ. στη στερεά κατάσταση, είναι τα φαινόμενα διάλυσης μεταξύ στερεών. Εάν καλύψουμε μία ράβδο σιδήρου με σκόνη άνθρακα και τη θερμάνουμε σε περίπου 900°C (θερμοκρασία κατώτερη από το σημείο τήξης), ο άνθρακας διαχέεται στο σίδηρο και σχηματίζει ένα στερεό διάλυμα (ωστενίτης). Με την επεξεργασία αυτή (βαφή) ο σίδηρος αποκτά ιδιαίτερες μηχανικές ιδιότητες.
γινόμενο δ. Η έννοια της δ. βρίσκει ποσοτική έκφραση στον ορισμό του γινόμενου δ. Αν θεωρήσουμε ένα κεκορεσμένο διάλυμα ενός ηλεκτρολύτη σε έναν διαλύτη, το γινόμενο δ. εκφράζεται με τη σχέση [Α] + [Β] = K, όπου το Α παριστάνει τα κατιόντα και το Β τα ανιόντα. Με αυτή τη σχέση μπορούμε να εξετάσουμε την επίδραση που έχει στη δ. ενός ηλεκτρολύτη η διάλυση ενός άλλου ηλεκτρολύτη που έχει ένα κοινό ιόν (φαινόμενο κοινών ιόντων), όπως για παράδειγμα η προσθήκη χλωριούχου νατρίου σε χλωριούχο άργυρο. Η εξίσωση είναι ιδιαίτερα χρήσιμη στην αναλυτική χημεία, όταν αναζητούμε την ποσότητα ενός ιόντος που πρέπει να προσθέσουμε για να επιτύχουμε την πλήρη καθίζηση του άλλου.
Για να διαχωρίσουμε μία ουσία, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τη διάφορη διαλυτότητά της σε διαλύτες μη αναμείξιμους μεταξύ τους. Οι τρεις φωτογραφίες παρουσιάζουν διαδοχικά τη δίοδο του ιωδίου από ένα υδατικό διάλυμα σε χλωροφόρμιο. Σε μία διαχωριστική χοάνη, που περιέχει χλωροφόρμιο, ρίχνουμε ένα κίτρινο υδατικό διάλυμα ιωδίου, το οποίο επιπλέει στο χλωροφόρμιο (1)· το ιώδιο αρχίζει να περνά στο χλωροφόρμιο, χρωματίζοντάς το ιώδες (2)· το ιώδιο έχει περάσει εντελώς στο χλωροφόρμιο που φαίνεται χρωματισμένο έντονα ιώδες, ενώ το υδατικό διάλυμα είναι άχρωμο (3). H αναλογία, κατά την οποία ένα σώμα κατανέμεται μεταξύ δύο διάφορων διαλυτών, εκφράζεται από τους συντελεστές κατανομής.
H μέθοδος τήξης κατά ζώνες επιτρέπει την εκμετάλλευση της διαφορετικής διαλυτότητας ακαθαρσιών στο στερεό και στο υγρό και τον καθορισμό των μετάλλων. Μετατοπίζοντας βαθμιαία τη ζώνη τήξης κατά μήκος μιας μεταλλικής ράβδου, μεταφέρουμε τις ακαθαρσίες μέσω του τετηγμένου μετάλλου και τις συγκεντρώνουμε σε ένα άκρο της.
Οι καμπύλες διαλυτότητας παρέχουν μία άμεση εικόνα της διαλυτότητας ενός σώματος σε διάφορες θερμοκρασίες. Συνήθως η διαλυτότητα των αλάτων αυξάνεται με τη θερμοκρασία· υπάρχουν όμως άλατα που είναι περισσότερο διαλυτά εν ψυχρώ παρά εν θερμώ και άλλα, όπως π.χ. το θειικό νάτριο σε νερό, τα οποία παρουσιάζουν ένα μέγιστο διαλυτότητας σε μία ορισμένη θερμοκρασία.
* * *η χημ.η ιδιότητα ενός σώματος να διαλύεται μέσα σε διαλύτη.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1802 στον Θεοδόσιο Ηλιάδη].
Dictionary of Greek. 2013.